- επιρρύσμιος
- ἐπιρρύσμιος, -η, -ον (Α)1. αυτός που χύνεται, που ρέει κάπου2. συμπτωματικός, τυχαίος («ἐτεῇ οὐδὲν ἴσμεν περὶ οὐδενός, ἀλλ’ ἐπιρρυσμίη ἑκάστοισιν ἡ δόξις», Δημόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρυσμός, ιων. τ. αντί ρυθμός, που συνδέεται πιθ. με το ρέω].
Dictionary of Greek. 2013.